3.1 ΓΕΝΙΚΑ Ο καλός μελισσοκόμος πρέπει να έχει παρατηρητικότητα φυσιοδίφη. Να παρατηρεί ποια λουλούδια επισκέπτονται οι μέλισσες την κάθε εποχή, πόση ώρα στέκονται πάνω τους και να μαθαίνει το όνομα κάθε φυτού, κοινό και επιστημονικό, για να μπορεί να κρίνει, με την πείρα που θα αποκτήσει στον τομέα της βοτανικής, την αξία κάθε τόπου από μελισσοκομική άποψη. Στο κεφάλαιο αυτό θα σημειώσουμε τα κυριότερα μελισσοκομικά φυτά της Ελλάδος, δίνοντας πληροφορίες για τη σπουδαιότητα του καθενός, με την επιφύλαξη ότι οι πληροφορίες δεν έχουν απόλυτη αξία αφού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η απόδοση σε νέκταρ ενός φυτού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, καιρικούς, εδαφικούς, κλιματικούς κ.α. Από τα δέντρα, όλα σχεδόν τα οπωροφόρα δίνουν νέκταρ και γύρη. Η αμυγδαλιά που ανθίζει πρώτη την άνοιξη έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την μελισσοκομία, γιατί δίνει άφθονη γύρη και νέκταρ. Όταν συμπέσει η ανθοφορία της με καλό καιρό, συντελεί στην ανάπτυξη του γόνου των μελισσών πρώιμα και ανάλογο δυνάμωμα των πληθυσμών. Μετά την αμυγδαλιά ανθίζουν τα πυρηνόκαρπα δέντρα: οι ροδακινιές, βερικοκιές, δαμασκηνιές, κερασιές που δίνουν πολύ νέκταρ και γύρη. Αργότερα ανθίζουν τα γιγαρτόκαρπα δέντρα: μυγδαλιές, αχλαδιές, κυδωνιές, (μουσμουλιές φθινόπωρο) μικρότερης απόδοσης από τα προηγούμενα σε νέκταρ, εκτός της μηλιάς που αποδίδει πολύ. Μεγαλύτερη απόδοση σε νέκταρ έχουν τα ξινόδεντρα (πορτοκαλιές, λεμονιές κ.τ.λ.), που το μέλι τους έχει εξαιρετική γεύση και άρωμα. Οι πορτοκαλιές της Άρτας, Πρέβεζας, Σπάρτης, Χίου, Κρήτης, αποτελούν ένα σπουδαίο κεφάλαιο για τους μελισσοκόμους εκείνων των περιοχών. Γενικά όμως ο μελισσοκόμος δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στα οπωροφόρα δέντρα για εσοδεία, για πολλούς λόγους : α) την εποχή που ανθίζουν, τα μελίσσια είναι στην αρχή της ανάπτυξης τους και δεν έχουν πολύ πληθυσμό για να επωφεληθούν και να γεμίσουν τις κυψέλες. β) ο καιρός την άνοιξη δεν είναι σταθερός. Πότε βρέχει, πότε κάνει κρύο και οι μέλισσες δεν μπορούν να πετάξουν σταθερά και συνεχώς, χωρίς να παραλείψουμε και την ζημιά που γίνεται στους πληθυσμούς από τα ραντίσματα των ανθισμένων δέντρων με εντομοκτόνα από ασυνείδητους καλλιεργητές. Για αυτούς όλους τους λόγους τα οπωροφόρα δέντρα έχουν μεγαλύτερη σημασία για το δυνάμωμα των μελισσών, παρά για τη συγκομιδή μελιού. Και αυτός όμως είναι ένας σπουδαίος παράγοντας. Μεγάλη σημασία για τη μελισσοκομία έχουν τα δασικά δέντρα με φαγώσιμο καρπό, όπως η κρανιά και η φουντουκιά που ανθίζουν αρχές Μάρτη και δίνουν άφθονη γύρη, εξαιρετικά τονωτική για τη γέννα της βασίλισσας. Ένα άλλο οπωροφόρο των νότιων περιοχών, η φραγκομουσμουλιά που ανθίζει τον Νοέμβρη είναι εξαιρετικά ευεργετικά, γιατί, με την άφθονη γύρη της, κάνει να ξαναρχίσει η γέννα της βασίλισσας σε μια εποχή που έχει σταματήσει η εκτροφή γόνου και έτσι ανανεώνεται ο πληθυσμός προτού μπει ο χειμώνας. Η χαρουπιά που αυτοφύεται και ευδοκιμεί στα νησιά και στη νότια Ελλάδα ανθίζει αρχές φθινοπώρου και δίνει πολύ μέλι και γύρη. Οι αγριοκαστανιές των δασών, με άνθηση μέσα Ιουνίου δίνουν ένα μέλι με σκούρο χρώμα, εξαιρετικά τονωτικό για τα μελίσσια, αλλά κυρίως άφθονη γύρη άριστης ποιότητας που βοηθά πολύ στην ανάπτυξη μεγάλων πληθυσμών. Από τα κυρίως δασικά και καλλωπιστικά δέντρα, μελισσοκομική σημασία έχουν οι ιτιές και οι φτελιές (καραγάτσια) που δίνουν άφθονη γύρη από τα τέλη του Φλεβάρη και αρκετό μέλι. Η Ροβίνια η ψευδακακία, γνωστή με το κοινό όνομα ακακία, ανθίζει τέλη Απρίλη ως αρχές Μάη και δίνει εξαιρετικό μέλι με υπέροχο άρωμα και λευκό χρώμα. Είναι δέντρο που χρησιμοποιούν στις δεντροστοιχίες στους δρόμους των πόλεων και τους επαρχιακούς αλλά και στα αναχώματα των σιδηροδρομικών γραμμών και τα πρανή των αυτοκινητόδρομων για να συγκρατεί τα χώματα με τις άφθονες και επιπόλαιες ρίζες της και τις παραφυάδες που βγάζει. Δυστυχώς επηρεάζεται πολύ εύκολα από τις καιρικές συνθήκες και με ένα ξηρό αέρα ή μια βροχή σταματά η νεκταροέκκριση της, η οποία μόνο με πολύ ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να κρατήσει μια βδομάδα. Η Σοφόρα η Ιαπωνική χρησιμοποιείται πολύ στις δεντροστοιχίες των δρόμων. Ανθίζει διαδοχικά από τα μέσα Ιουνίου ως τον Σεπτέμβρη και δίνει αρκετό μέλι. Η Γλεδίτσια η τριάκανθη, χρησιμοποιούνταν άλλοτε για φυσικούς φράχτες και στις δεντροστοιχίες των δρόμων. Η ανθοφορία της κρατά 2 μήνες, Ιούνιο-Ιούλιο, για αυτό είναι πολύτιμο δέντρο για την μελισσοκομία. Οι μέλισσες επισκέπτονται πολύ τα φουντωτά άνθη της και μένουν αρκετά πάνω τους, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκουν πολύ νέκταρ. Η Κερκίς η κερατώδης (κοινώς Κουτσουπιά), φυτεύεται στους δρόμους και τα πάρκα. Ανθίζει αρχές Μάρτη και με τα άφθονα μοβ λουλούδια της αποτελεί μια πολύ καλή πηγή νέκταρος στην αρχή της άνοιξης. Η Φλαμουριά, που ανθίζει μέσα Ιουνίου, δίνει άφθονο και αρωματικό μέλι, αν συντρέξει ζεστός και υγρός καιρός. Το μέλι της έχει τις ίδιες θεραπευτικές ιδιότητες που έχει και το άνθος της. Οι Βαλανιδιές, τον Ιούλιο-Αύγουστο δίνουν ζαχαρώδεις εκκρίσεις από το κάτω μέρος των φύλλων τους. Οι μέλισσες τις μαζεύουν πρόθυμα, αλλά είναι ελεεινής ποιότητας μελίτωμα και αν μείνει στην κυψέλη τον χειμώνα προκαλεί δυσεντερία στις μέλισσες. Τα Πεύκα, όταν είναι εμβολιασμένα με το κοκκοειδές παράσιτο «εργάτης» (MARSHALINA HELLENICA), δίνουν μεγάλες ποσότητες μέλι από τον Αύγουστο ως τον Απρίλιο. Το παράσιτο ρουφά τους χυμούς του Πεύκου και τους μετατρέπει σε ένα μελίτωμα, ένα μέρος του οποίου εκκρίνει από την κατάληξη του πεπτικού σωλήνα του. Οι μέλισσες το μαζεύουν και το μετουσιώνουν σε μέλι με καλή γεύση που δεν ζαχαρώνει. Μεγάλες ποσότητες από πευκόμελο παράγουν η Θάσος, η Εύβοια, η Ικαρία και οι χερσόνησοι Κασσάνδρα και Σιθωνία της Χαλκιδικής, που έχουν μεγάλα πευκοδάση. Τα Έλατα τον Ιούλιο-Αύγουστο παράγουν πολύ μελίτωμα παρασίτων, όπως και του Πεύκου, που μαζεύουν οι μέλισσες και το μετουσιώνουν σε ένα μέλι με ιδιάζουσα ευχάριστη γεύση και άρωμα, που έχει τονωτικές ιδιότητες για τον ανθρώπινο οργανισμό. Από τους θάμνους, οι σπουδαιότεροι για τη μελισσοκομική σημασία τους είναι η Ερείκη η σπονδυλωτή (σούσουρα, κισσούρι, τσιάρο), που ανθίζει έπειτα από τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές Σεπτέμβρη-Δεκέμβρη, δίνει άφθονο μέλι με χαρακτηριστικό ευχάριστο άρωμα, αλλά πολύ δυνατή γεύση και χρώμα σκούρο. Επίσης δίνει και άφθονη γύρη. Το μέλι της ερείκης έχει χαμηλή εμπορική αξία και κρυσταλλώνει πολύ γρήγορα, αλλά είναι εξαιρετικά τονωτικό για τις μέλισσες και διεγερτικό για τη γέννα της βασίλισσας. Οι μέλισσες μπορούν να πετάξουν σε απόσταση μέχρι και 10 χιλιόμετρα για να βρουν ανθισμένη ερείκη και να μεταφέρουν το μέλι και τη γύρη της. Μελίσσια που πέταξαν το φθινόπωρο σε ερεικότοπους, ανανεώνουν προ του χειμώνα τον πληθυσμό τους και βγαίνουν νωρίς την άνοιξη με μεγάλους πληθυσμούς και με την τάση για σμηνουργία, εφόσον ξεχειμώνιασαν με άφθονα αποθέματα από ρεικόμελο και γύρη ερείκης. Το ρεικόμελο είναι πραγματικό φάρμακο για παιδιά που πάσχουν από αδενοπάθεια και η γύρη της ερείκης θεραπεύει ασφαλώς την προστατίτιδα των ηλικιωμένων. Ερείκη η δενδρώδης, κοινώς ρείκι ή χείλι, είναι ένα άλλο ερεικώδες φυτό ύψους μέχρι 1,5 μέτρο που ανθίζει νωρίς την άνοιξη, δίνει πολύ γύρη (η οποία όμως δεν έχει την ίδια τονωτική δύναμη για τις μέλισσες) και ανώτερης ποιότητας μέλι ανοιχτόχρωμο, με λεπτό άρωμα και ωραία γεύση. Η Κουμαριά ανήκει και αυτή στα ερεικώδη, ανθίζει τον Νοέμβριο και δίνει άφθονο μέλι, ακατάλληλο για την ανθρώπινη κατανάλωση επειδή είναι υπόπικρο, αλλά εξίσου τονωτικό για τις μέλισσες όπως και της ερείκης, καθώς και η γύρη της. Υπάρχει και μια ποικιλία κουμαριάς, η λεγόμενη γλυστροκουμαριά, που ανθίζει την άνοιξη, εξίσου ευεργετική για τα μελίσσια με το μέλι και τη γύρη της. Το Θυμάρι, με την επιστημονική ονομασία « θύμος ο κεφαλωτός», απαντά κυρίως στην νότια Ελλάδα, από τον Όλυμπο και κάτω και στα νησιά. Ανθίζει τον Ιούνιο-Ιούλιο και, όταν βρέξει αρκετά την άνοιξη, δίνει μέλι εξαιρετικής ποιότητας με υπέροχο άρωμα και γεύση ασύγκριτη. Θεωρείται δικαίως το ανώτερο μέλι του κόσμου, περίφημο διεθνώς με την ονομασία «μέλι του Υμηττού». Το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικά τονωτικό για τις μέλισσες και φαίνεται πως με τα αιθέρια έλαια που περιέχει είναι προληπτικό για τις ασθένειες των μελισσών. Έχει, επίσης, το προτέρημα να διατηρείται σε ρευστή κατάσταση μέχρι δύο χρόνια χωρίς να κρυσταλλώνει. Μια άλλη ποικιλία θυμαριού, « θύμος ο έρπων», φυτρώνει και στη βόρεια Ελλάδα, αλλά σε μικρές ποσότητες, ανάμεσα σε άλλα αγριολούλουδα, ώστε είναι δύσκολο να πετύχει κανείς αμιγές μέλι του, το οποίο έχει ωραίο άρωμα και πολύ λεπτή γεύση. Οι Λυγαριές είναι ψηλοί θάμνοι που φυτρώνουν στις κοίτες των χειμάρρων κυρίως, ανθίζουν από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο διαδοχικά και δίνουν αρωματικό μέλι. Τα άνθη του Βάτου, Ιούλιο-Αύγουστο δίνουν μέλι χαμηλής ποιότητας σε ασήμαντες ποσότητες, χρήσιμο ωστόσο για τη συντήρηση των μελισσών στην πιο ξερή εποχή του χρόνου. Οι Φασκομηλιές ή αλιφασκιές, που φυτρώνουν σε γυμνά και πετρώδη βουνά όλης της χώρας μας, ανθίζουν μέσα Ιουνίου και δίνουν άφθονο και αρωματικό μέλι πρώτης ποιότητας. Ο Σιδηρίτης (τσάι του βουνού), που ανθίζει μαζί με τη φασκομηλιά, δίνει μέλι υπέροχο σε χρώμα, άρωμα και γεύση, που συναγωνίζεται το θυμαρίσιο. Τέτοιο μέλι παράγει η Κάρυστος στη νότια Εύβοια και λέγεται ότι στην εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν περιώνυμο με την ονομασία «γκιούλ-μπαλί» (ροδόμελο). Γιατί, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του, οι Τούρκοι, που το έστελναν στα χαρέμια του σουλτάνου, είχαν την λαθεμένη αντίληψη ότι προέρχεται από τα τριαντάφυλλα, τα οποία είναι γνωστό ότι δεν δίνουν καθόλου μέλι. Πρώτης ποιότητας αρωματικά και εύγευστα μέλια δίνουν, επίσης, η ρίγανη (ανθοφορία τον Ιούλιο), η αγριορίγανη, η μέντα(φλισκούνι), η καλαμίνθη (καλαμίλι στο Πήλιο) και το δεντρολίβανο που ανήκουν όλα στην οικογένεια των χειλανθών. Τα αυτοφυόμενα άσπρα τριφύλλια των βουνών (ανθοφορία τον Ιούνιο) είναι μια από τις κυριότερες πηγές μελιού με λευκό χρώμα, αλλά άρωμα και γεύση όχι σπουδαία. Παίρνοντας με τη σειρά τα φυτά μεγάλης καλλιέργειας, βλέπουμε ότι τα σιτηρά δεν δίνουν τίποτε απολύτως, εκτός από το καλαμπόκι που δίνει άφθονη γύρη. Από τα όσπρια μόνο τα κουκιά δίνουν αρκετό μέλι και λιγότερο ο ήμερος βίκος. Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, ένα καλλιεργημένο για κτηνοτροφή όσπριο, η ονοβρυχίδα δίνει άφθονο και πρώτης ποιότητας μέλι. Στον τόπο μας βρίσκεται σε άγρια κατάσταση στις βοσκές. Μια ποικιλία αγριόβικου, γνωστή με την ονομασία «καβαλαρία» αυτοφύεται σαν ζιζάνιο ανάμεσα στα σιτηρά και δίνει άφθονη γύρη, Απρίλη-Μάη, και μέλι με λευκό χρώμα και λεπτή γεύση, αλλά με τη χρησιμοποίηση των ζιζανιοκτόνων πάει να εκλείψει. Τα βαμβάκια, τα σουσάμια και τα γλυκάνισα, που ανθίζουν Ιούλιο-Αύγουστο, αποτελούν μια υπολογίσιμη πηγή μελιού στους κάμπους. Οι μέλισσες βρίσκουν νέκταρ και στα άνθη του καπνού, αν και ο καιρός είναι τότε βροχερός, οπότε ο βαθύς κάλυκας του φυτού γεμίζει με νέκταρ μέχρι του σημείου όπου μπορεί να το φτάσει η προβοσκίδα της μέλισσα. Στην περίπτωση που οι καπνοφυτείες προσβληθούν από μελίγκρα, οι μέλισσες μαζεύουν από τα φύλλα του καπνού ένα μελίτωμα πολύ χαμηλής ποιότητας που υποβαθμίζει και το αποθηκευμένο μέσα στην κυψέλη μέλι από τα άλλα φυτά. Τα αμπέλια στην άνθηση τους δεν δίνουν τίποτα απολύτως, μόνο όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, οι μέλισσες ρουφούν το χυμό από τις τρύπιες ρόγες, που τις τσίμπησαν τα σπουργίτια είτε οι σφήκες. Οι σιαγόνες της μέλισσας με κανένα τρόπο δεν μπορούν να τρυπήσουν τον φλοιό της ρόγας. Από τα καλλιεργούμενα τριφύλλια, το άσπρο (TRIFOLIUM REPENS) και το κόκκινο τριφύλλι (TR. PRATENSE) δίνουν πολύ μέλι σε άλλες χώρες. Στον τόπο μας από τα τριφύλλια καλλιεργείται μόνο η μηδική ( MEDICAGO SATIVA), από την οποία μόνο όταν αφήνεται για σποροπαραγωγή οι μέλισσες παίρνουν αρκετό και καλής ποιότητας μέλι, πέρα από τον Ιούλιο. Στις ανατολικό-Ευρωπαϊκές χώρες καλλιεργείται για χορτονομή η φακελωτή ( PHACELIA TANACATIFOLIA) ένα φυτό εξαιρετικά μελιτοφόρο, μονοετές, αυτοσπειρώμενο, κατάλληλο να σπαρεί χωρίς όργωμα σε μέρη που δεν βοσκούνται συστηματικά, όπως οι αναδασωμένες περιοχές, τα αναχώματα των ποταμών, καναλιών και δρόμων, οι άκρες οπωρώνων κ.λ.π. Η φακελωτή ανθίζει τον Απρίλη, η ανθοφορία της διαρκεί περίπου ένα μήνα, δίνει το περισσότερο μέλι από κάθε άλλο μονοετές φυτό και άριστης ποιότητας. Στην παραπάνω επισκόπηση αναφέραμε τα κυριότερα φυτά, γνωστά σε όλους, που δίνουν αξιόλογες εσοδείες σε μέλι. Στα βουνά και στους κάμπους της πατρίδας μας υπάρχουν ακόμα εκατοντάδες είδη φυτών, που ανθίζουν σε διάφορες εποχές και δίνουν άλλα μεν μόνο νέκταρ, άλλα πάλι μόνο γύρη και άλλα και τα δύο μαζί. (Δερματόπουλος 1955) Πολυάριθμα φυτικά είδη παράγουν νέκταρ ή γύρη. Δεν είχαν όμως όλα την ίδια ωφέλεια. Ένα φυτό για να ενδιαφέρει το μελισσοκόμο πρέπει : α) Να παράγει νέκταρ ή γύρη : το κράνθεμο, του οποίου το νέκταρ έχει 5% ζάχαρη δεν τραβάει τις μέλισσες. Οι μέλισσες δεν ενδιαφέρονται για τη γύρη ενός μεγάλου αριθμού φυτών. β) να μπορεί ή μέλισσα να πάρει το νέκταρ : τα άνθη του κόκκινου τριανταφυλλιού τα επισκέπτονται μόνο οι μέλισσες που έχουν μακριά γλώσσα. γ) να γίνεται το νέκταρ καλό μέλι : το νέκταρ της καστανιάς χαλάει το μέλι ποιότητας που συλλέγετε ταυτόχρονα με αυτό. δ) το φυτό να είναι κοινό : πρέπει να υποθεί πως, αντίθετα απ' ότι πιστεύουν πολλοί, μερικά καλά φυτά σ' έναν κήπο δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Χρειάζεται για κάθε κυψέλη που παράγει μέλι μία επιφάνεια με άνθη της τάξης από μερικές εκατοντάδες τετραγωνικών μέτρων μέχρι ένα εκτάριο. Γιατί όλες μαζί οι πιο πάνω συνθήκες δεν αρκούν. Έτσι στη Γαλλία στα άνθη των αμπελιών δεν πάνε οι μέλισσες ενώ στη Γερμανία επισκέπτονται και καλλιεργούν γύρη. Στη Γαλλία υπάρχουν 4.000 είδη ανθοφόρων φυτών. Αν και το 1/10 μονάχα από αυτά επισκέπτονται οι μέλισσες, ο αριθμός των φυτικών ειδών που αξίζουν την προσοχή των μελισσοκόμων είναι από ένα εώς δώδεκα για κάθε τοποθεσία.
Οι πιο σπουδαίες οικογένειες φυτών για παραγωγή νέκταρος και γύρης για τη μέλισσα είναι οι ακόλουθες: Οικογένεια . Legumminosae (τριφύλλια). Οικογένεια Lamiaceae (θυμάρι), Οικογένεια Tiliaceae (φλαμουριά) κ.λ.π Είναι αυτονόητο πως η σημασία ενός φυτού για τη μελισσοκομία γενικά δεν κρίνεται μόνο από τη βοτανική οικογένεια στην οποία ανήκει, αλλά και από την πυκνότητα με την οποία αυτό καλύπτει εδαφικές εκτάσεις. Αντικειμενικό κριτήριο της αξίας ενός μελισσοκομικού φυτού είναι η ένοια της 'μελιτοπαραγωγής' του, δηλαδή η ποσότητα του μελιού σε χιλιόγραμμα που θα μπορούσε να παραχθεί από τα φυτά ενός είδους, στην περίπτωση που αυτά θα κάλυπταν μια συμπαγή επιφάνεια 10 στρεμμάτων. Το νέκταρ είναι μια έκκριση φυτικών αδένων, που ονομάζονται νεκτάρια. Νεκτάρια μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα υπέργεια τμήματα του φυτού, ακόμα και στα πτεριδόμορφα (φτέρες). Στις εύκρατες ζώνες τα ανθικά νεκτάρια ( βρίσκονται σε κάποιο μέρος του άνθους), είναι τα πιο σπουδαία για την κοινή μέλισσα, ενώ τα εξωανθικά νεκτάρια, στο μίσχο (στο μίσχο των φύλλων κ.λ.π) παίζουν δευτερεύοντα ρόλο γι'αυτήν. Σύμφωνα με μια από τις θεωρίες που έχουν εκφραστεί τα νεκτάρια ρυθμίζουν κατά κύριο λόγο την ισορροπία των χυμών μέσα στο φυτό και κατά δεύτερο λόγο την προσέλκυση των εντόμων- επικονιαστών.(Δερματόπουλός 1963) |
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου